συφειός: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(nl)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συφειός -ου, ὁ ep. voor συφεός.
|elnltext=συφειός -ου, ὁ ep. voor συφεός.
}}
{{elru
|elrutext='''σῠφειός:''' ὁ Hom. = [[συφεός]].
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. συφεός.

English (Autenrieth)

sty; συφεόνδε, to the sty. (Od.)

Greek Monolingual

ὁ, Α
(επικ. τ.) βλ. συφεός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συφειός -ου, ὁ ep. voor συφεός.

Russian (Dvoretsky)

σῠφειός: ὁ Hom. = συφεός.