ἄδραστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄδραστος:''' ион. [[ἄδρηστος]] 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.).
|elrutext='''ἄδραστος:''' ион. [[ἄδρηστος]] 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διδράσκω]]<br />not [[running]] [[away]], not inclined to do so, of slaves, Hdt.
}}
}}

Revision as of 11:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδραστος Medium diacritics: ἄδραστος Low diacritics: άδραστος Capitals: ΑΔΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: ádrastos Transliteration B: adrastos Transliteration C: adrastos Beta Code: a)/drastos

English (LSJ)

Ion. ἄδρηστος, ον,

   A not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.4.142, PLond.2.251.14 (iv A. D.): metaph., χαλκός D.Chr.37.10.—In Il. only as pr. n.

German (Pape)

[Seite 37] richtiger ἄδρατος, ungethan, VLL. ion. ἄδρηστος, unentrinnbar, unvermeidlich, Sp. Bei Her. ἀνδράποδα φιλοδέσποτα καὶ ἄδρηστα, die nicht zum Entlaufen geneigt sind, 4, 142.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδραστος: Ἰων. ἄδρηστος, ον, (διδράσκω) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. Ἀδράστεια.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cherche pas à fuir.
Étymologie: ἀ, διδράσκω.

Spanish (DGE)

v. ἄδρατος.
-ον

• Alolema(s): jón. ἄδρησ-
I 1que no huyede esclavos, Hdt.4.142, SB 6016.26 (II d.C.), 8007.5 (IV d.C.), PAbinn.64.14 (IV d.C.), ἀνδράποδα χρηστὰ καὶ ἄδραστα de los jonios, Plu.2.174e.
2 que no se mueve de una escultura, Fauorin.Cor.10.
II adv. -ως sin huir, PMasp.120re.6 (VI d.C.).

Greek Monotonic

ἄδραστος: Ιων. ἄ-δρηστος, -ον (διδράσκω), αυτός που δεν αποδιδράσκει, που δεν προτίθεται να αποδράσει, λέγεται για δούλους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄδραστος: ион. ἄδρηστος 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.).

Middle Liddell

διδράσκω
not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.