ἄδραστος: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄδραστος:''' ион. [[ἄδρηστος]] 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.). | |elrutext='''ἄδραστος:''' ион. [[ἄδρηστος]] 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διδράσκω]]<br />not [[running]] [[away]], not inclined to do so, of slaves, Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 9 January 2019
English (LSJ)
Ion. ἄδρηστος, ον,
A not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.4.142, PLond.2.251.14 (iv A. D.): metaph., χαλκός D.Chr.37.10.—In Il. only as pr. n.
German (Pape)
[Seite 37] richtiger ἄδρατος, ungethan, VLL. ion. ἄδρηστος, unentrinnbar, unvermeidlich, Sp. Bei Her. ἀνδράποδα φιλοδέσποτα καὶ ἄδρηστα, die nicht zum Entlaufen geneigt sind, 4, 142.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδραστος: Ἰων. ἄδρηστος, ον, (διδράσκω) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. Ἀδράστεια.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cherche pas à fuir.
Étymologie: ἀ, διδράσκω.
Spanish (DGE)
v. ἄδρατος.
-ον
• Alolema(s): jón. ἄδρησ-
I 1que no huyede esclavos, Hdt.4.142, SB 6016.26 (II d.C.), 8007.5 (IV d.C.), PAbinn.64.14 (IV d.C.), ἀνδράποδα χρηστὰ καὶ ἄδραστα de los jonios, Plu.2.174e.
2 que no se mueve de una escultura, Fauorin.Cor.10.
II adv. -ως sin huir, PMasp.120re.6 (VI d.C.).
Greek Monotonic
ἄδραστος: Ιων. ἄ-δρηστος, -ον (διδράσκω), αυτός που δεν αποδιδράσκει, που δεν προτίθεται να αποδράσει, λέγεται για δούλους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδραστος: ион. ἄδρηστος 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.).
Middle Liddell
διδράσκω
not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.