ἀμοθεί: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(1) |
(1a) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμοθεί:''' v. l. [[ἀμοθί]] adv. без разногласий, единодушно (βουλευσάμενοι Thuc.). | |elrutext='''ἀμοθεί:''' v. l. [[ἀμοθί]] adv. без разногласий, единодушно (βουλευσάμενοι Thuc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from α <i>privat.</i>,, [[μόθος]]<br />without [[quarrel]], [[Lacon]]. [[word]] in Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοθεί: Ἐπίρρ. ἐν Θουκ. 5. 77, ἐκ συμβατηρίου ἐγγράφου μεταξὺ Λακεδαιμον. καὶ Ἀργείων, πιθ. (ἐκ τοῦ α στερ. καὶ μόθος), ἄνευ φιλονικίας ἢ φατριασμοῦ, ἀστασιάστως, ἴδε Ahrens π. Δωρ. Διαλ. σ. 481. ― Ὁ τύπος εἰς -ει ὑποστηρίζεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. σ. 165· «τὰ εἰς θει ἐπιρρήματα διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται, οἷον ἀμοθεί, ἀμοχθεὶ κτλ.·» ὥστε ἡ γραφὴ ἀμόθι = ἀμοῦ γέπου (πρβλ. οὐδαμόθι) δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans querelle, sans dissension.
Étymologie: ἀ, μόθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοθεί: v. l. ἀμοθί adv. без разногласий, единодушно (βουλευσάμενοι Thuc.).
Middle Liddell
[from α privat.,, μόθος
without quarrel, Lacon. word in Thuc.