ἀσυμπαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσυμπᾰγής:''' досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).
|elrutext='''ἀσυμπᾰγής:''' досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμπήγνυμι]]<br />not [[compact]], Luc.
}}
}}

Revision as of 20:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμπᾰγής Medium diacritics: ἀσυμπαγής Low diacritics: ασυμπαγής Capitals: ΑΣΥΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: asympagḗs Transliteration B: asympagēs Transliteration C: asympagis Beta Code: a)sumpagh/s

English (LSJ)

ές,

   A not compact, Luc.Anach.24.

German (Pape)

[Seite 380] ές, nicht zusammengefügt, dah. nicht derb, neben ἁπαλός Luc. Gymn. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμπᾰγής: -ές, οὐχὶ συμπαγής, Λουκ. Γυμν. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non compacte, lâche.
Étymologie: ἀ, συμπήγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές
no compacto o mal compactado τὰ (γυναικεῖα σώματα) δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ Luc.Abd.28, cf. Anach.24.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀσυμπαγής, -ές)
ο μη συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συμπαγής < συμπήγνυμι, -ύω].

Greek Monotonic

ἀσυμπᾰγής: -ές (συμπήγνυμι), αυτός που δεν είναι συμπαγής, πυκνός, σφιχτός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμπᾰγής: досл. плохо сбитый, рыхлый, перен. слабый, незакаленный (σώματα Luc.).

Middle Liddell

συμπήγνυμι
not compact, Luc.