βεβουλευμένως: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βεβουλευμένως:''' обдуманно, преднамеренно Dem. | |elrutext='''βεβουλευμένως:''' обдуманно, преднамеренно Dem. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βεβουλευμένως]], adv. ptc. perf. med. van [[βουλεύω]], opzettelijk, weloverwogen. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A advisedly, designedly, D.21.41.
German (Pape)
[Seite 441] mit Ueberlegung, Dem. 21, 41.
Greek (Liddell-Scott)
βεβουλευμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, ἐσκεμμένως, ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec réflexion, à dessein.
Étymologie: βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de βουλεύω deliberadamente, a propósito ὑβρίζων D.21.41, cf. Poll.6.140.
Greek Monotonic
βεβουλευμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του βουλεύομαι, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
βεβουλευμένως: обдуманно, преднамеренно Dem.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βεβουλευμένως, adv. ptc. perf. med. van βουλεύω, opzettelijk, weloverwogen.