γειοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γειοφόρος:''' служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.). | |elrutext='''γειοφόρος:''' служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[γῆ, [[φέρω]]<br />[[earth]]-[[bearing]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:31, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).
Greek (Liddell-Scott)
γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte de la terre.
Étymologie: γῆ, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον portador de tierra σκαφίδες AP 6.297 (Phan.).
Greek Monolingual
γειοφόρος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος.
Greek Monotonic
γειοφόρος: -ον (γῆ, φέρω), αυτός που βαστά τη γη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
γειοφόρος: служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).