γρυπότης: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γρυπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> выгнутость, искривленность Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. γ. μυκτῆρος Plut.) орлиный нос, горбоносость Xen., Arst., Plut. | |elrutext='''γρυπότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> выгнутость, искривленность Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (тж. γ. μυκτῆρος Plut.) орлиный нос, горбоносость Xen., Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γρυπότης -ητος, ἡ [γρυπός] gekromdheid (van een haviksneus). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A hookedness, of the nose, opp. σιμότης, X.Cyr.8.4.21, Arist. Rh.1360a27; of a beak, Plu.2.994f; of talons, ib.641d.
German (Pape)
[Seite 507] ητος, ἡ, Krümmung, Bug, Sp.; bes. der Bug der Habichtnase, Xen. Cyr. 8, 4, 21; Arist. Rhet. 1, 4; ὀνύχων, Krümmung der Klauen, Plut. Symp. 2, 7, 2; χείλους de esu carn. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡπότης: -ητος, ἡ, κυρτότης, τὸ ἀγκιστροειδὲς˙ ἐπὶ ῥινός, κατ’ἀντίθεσιν πρὸς τὸ σιμότης, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 21, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 12˙ ἐπὶ ῥάμφους, Πλούτ. 2. 994F˙ ἐπὶ ὀνύχων τῶν πτηνῶν, αὐτόθι 641D.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 courbure crochue (d’un bec, d’un nez aquilin);
2 courbure en gén.
Étymologie: γρυπός.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
carácter aquilinode la nariz, op. σιμότης X.Cyr.8.4.21, Arist.Rh.1360a27, Plu.2.633b, Gal.1.637, Plot.5.9.12, γ. μυκτῆρος Plu.Ant.4
•curvatura χείλους Plu.2.994f
•curvamiento τῶν ὀνύχων Plu.2.641d, γινομένης κατὰ τοὺς σεισμοὺς γρυπότητός τινος περὶ τὴν γῆν Dionysius en Harp.s.u. γρυπάνιον.
Greek Monotonic
γρῡπότης: -ητος, ἡ, γαμψότητα, κυρτότητα, λέγεται για τη μύτη· αντίθ. προς το σιμότης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γρυπότης: ητος ἡ
1) выгнутость, искривленность Arst., Plut.;
2) (тж. γ. μυκτῆρος Plut.) орлиный нос, горбоносость Xen., Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρυπότης -ητος, ἡ [γρυπός] gekromdheid (van een haviksneus).