γόμφωμα: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γόμφωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> крепление (τὸ γ. διασπᾶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[γόμφος]] 1.
|elrutext='''γόμφωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> крепление (τὸ γ. διασπᾶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[γόμφος]] 1.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[γομφόω]]<br />that [[which]] is fastened by bolts, [[frame]]-[[work]], Plut.
}}
}}

Revision as of 20:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόμφωμα Medium diacritics: γόμφωμα Low diacritics: γόμφωμα Capitals: ΓΟΜΦΩΜΑ
Transliteration A: gómphōma Transliteration B: gomphōma Transliteration C: gomfoma Beta Code: go/mfwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is fastened by bolts, frame-work, Plu.Marc.15.    2 = γόμφος, Id.2.321d, Longus 2.26.    3 metaph., κλειδῶν ἀχαλκεύτων γ. Vett. Val.334.11 (pl.).

German (Pape)

[Seite 501] τό, das durch γόμφοι Zusammengefügte, Verband des Schiffes, Long. past. 2, 26; der Schiffsbrücke, Plut. Marcell. 15; auch = γόμφος, fort. Rom. 9.

Greek (Liddell-Scott)

γόμφωμα: τό, τὸ διὰ γόμφων συμπηγνύμενον, τὸ σκελετόν, Πλούτ. Μαρκ. 15·― ἀλλὰ = γόμφος, ὁ αὐτ. 2. 321D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 pont d’un navire assujetti au moyen de chevilles;
2 cheville, clou.
Étymologie: γομφόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 armadura, entramado constituido por piezas unidas con clavos τὸ γ. (τῆς μηχανῆς) διέσεισαν Plu.Marc.15.
2 plu. pernos, clavos, clavazón esp. de un barco γομφώμασι καὶ πρίοσι καὶ πελέκεσι Plu.2.321d, (δελφῖνες) ἔλυον τὰ γομφώματα Longus 2.26.2
dientes de una llave, Vett.Val.320.32.

Greek Monolingual

το (AM γόμφωμα) γομφώ
ο σκελετός, το σκαρί
αρχ.
ο γόμφος.

Greek Monotonic

γόμφωμα: -ατος, τό, αυτό που ασφαλίζεται, συνδέεται με καρφιά, ο «σκελετός», σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

γόμφωμα: ατος τό1) крепление (τὸ γ. διασπᾶν Plut.);
2) Plut. = γόμφος 1.

Middle Liddell

[from γομφόω
that which is fastened by bolts, frame-work, Plut.