Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γεροντικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(1b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γεροντικός:''' старческий, стариковский Plat., Plut.
|elrutext='''γεροντικός:''' старческий, стариковский Plat., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γεροντικός]] -ή -όν [[γέρων]] van of voor oude mensen.
}}
}}

Revision as of 06:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντικός Medium diacritics: γεροντικός Low diacritics: γεροντικός Capitals: ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gerontikós Transliteration B: gerontikos Transliteration C: gerontikos Beta Code: gerontiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for old men, λουτρά Pl.Lg.761c; κρᾶσις Ath.Med. ap. Orib. inc.23.6: -κόν, τό, senate-house, Str.14.1.43; cf. sq. Adv. -κῶς like an old man, v.l. in Ar.V.1132, cf. Plu.2.639d: Comp. -κώτερον Cic. Att.12.1.2.

German (Pape)

[Seite 486] = γερόντειος, Plat. Legg. VI, 761 c u. Sp.; τὸ γ., der Senat in Carthago, Pol. 6, 51, 2, f. L. γερόντιον.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ ὅμοιος γέροντι, Πλάτ. Νόμ. 761C·-πρβλ. ἑπομ.-Ἐπίρρ.–κῶς Πλούτ. 2. 639D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de vieillard.
Étymologie: γέρων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1propio de ancianos, de o para ancianos λουτρά Pl.Lg.761c, ὅπλον Call.Epigr.1.7, κρᾶσις γ. constitución física de los ancianos Ath.Med. en Orib.Inc.41.7, ἡλικία Gal.9.654, 17(2).255
neutr. como adv. γεροντικώτερον est memoriola uacillare Cic.Att.248.2.
2 subst. τὸ γ. lugar de reunión del Senado Str.14.1.43.
II adv. -ῶς a la manera de un anciano, de forma experimentada Ar.V.1132 (cód.), cf. Plu.2.639c, Suet.Aug.71.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γεροντικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό
1. η αίθουσα συνεδριάσεων της μονής
2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό
μσν.
βιβλίο που περιέχει ρητά και διηγήσεις περί μοναχών και ασκητών του παρελθόντος
αρχ.
το οίκημα της γερουσίας.

Russian (Dvoretsky)

γεροντικός: старческий, стариковский Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεροντικός -ή -όν γέρων van of voor oude mensen.