δασύκνημος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δᾰσύκνημος:''' с мохнатыми голенями, мохноногий ([[Πάν]] Anth.).
|elrutext='''δᾰσύκνημος:''' с мохнатыми голенями, мохноногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κνήμη]]<br />[[shaggy]]-legged, of Pan, Anth.
}}
}}

Revision as of 20:42, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσῠκνημος Medium diacritics: δασύκνημος Low diacritics: δασύκνημος Capitals: ΔΑΣΥΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: dasýknēmos Transliteration B: dasyknēmos Transliteration C: dasyknimos Beta Code: dasu/knhmos

English (LSJ)

Dor. -κναμος, ον,

   A shaggy-legged, Πάν AP6.32 (Agath.); γέρων Nonn.D.13.45.

German (Pape)

[Seite 524] mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύκνημος: -ον, ὁ ἔχων δασείας, κεκαλυμμένας διὰ τριχῶν κνήμας, Ἀνθ. Π. 6. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux jambes velues.
Étymologie: δασύς, κνήμη.

Spanish (DGE)

(δᾰσύκνημος) -ον

• Alolema(s): dór. -κνᾱμος AP 6.32 (Agath.)
de pantorrillas velludas Πάν AP l.c., γενέθλη de los Silenos, Nonn.D.13.45
velludo Πᾶνες ... ποσσὶ δασυκνήμοισι περισκαίροντες Nonn.D.9.203.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύκνημος, -ον
Α και δωρ. τ. δασύκναμος, -ον)
αυτός που έχει κνήμες με πυκνές τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + -κνημος < κνήμη «η γάμπα»].

Greek Monotonic

δᾰσύκνημος: -ον (κνήμη), αυτός που έχει τριχωτά πόδια, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύκνημος: с мохнатыми голенями, мохноногий (Πάν Anth.).

Middle Liddell

κνήμη
shaggy-legged, of Pan, Anth.