διήνεμος: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διήνεμος:''' овеваемый ветрами, открытый для ветров ([[πάτρα]] Soph.; ταρσοί Anacr.). | |elrutext='''διήνεμος:''' овеваемый ветрами, открытый для ветров ([[πάτρα]] Soph.; ταρσοί Anacr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δι-ήνεμος, ον <i>adj</i> [[ἄνεμος]]<br />blown [[through]], [[wind]]-swept, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A blown through, wind-swept, πάτρα S.Tr.327.
Greek (Liddell-Scott)
διήνεμος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενος, ὑψηλός, πάτρα Σοφ. Τρ. 327.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exposé aux vents ; situé sur une hauteur.
Étymologie: διά, ἄνεμος.
Spanish (DGE)
-ον
expuesto a los vientos πάτρα S.Tr.327, τὰ πέταλα τῶν δένδρων ... διήνεμον ἔχει τὴν φύσιν Ph.Byz.Mir.1
•fig. que se marcha con el viento ὁ χρυσὸς ὅταν με φεύγῃ ... διηνέμοις ... ταρσοῖς Anacreont.58.3.
Greek Monolingual
διήνεμος, -ον (Α)
ο εκτεθειμένος στον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + -ήνεμος < άνεμος].
Greek Monotonic
διήνεμος: -ον (ἄνεμος), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διήνεμος: овеваемый ветрами, открытый для ветров (πάτρα Soph.; ταρσοί Anacr.).