διοδοιπορέω: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
(1b) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διοδοιπορέω:''' Her. = [[διοδεύω]]. | |elrutext='''διοδοιπορέω:''' Her. = [[διοδεύω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσω = [[διοδεύω]], Hdt.] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 9 January 2019
English (LSJ)
A = διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Hdt.8.129, cf. J. Ap.2.16.
Greek (Liddell-Scott)
διοδοιπορέω: διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Ἡρόδ. 8. 129.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pqp. épq. 3ᵉ pl. διωδοιπορήκεσαν;
faire route à travers.
Étymologie: διά, ὁδοιπορέω.
Spanish (DGE)
viajar por, atravesar τὰς δύο μοίρας (τῆς ὁδοῦ) Hdt.8.129, τὴν ἄνυδρον ... καὶ πολλὴν ψάμμον I.Ap.2.157, ὁδόν Ezech.169 (cj.).
Russian (Dvoretsky)
διοδοιπορέω: Her. = διοδεύω.
Middle Liddell
fut. ήσω = διοδεύω, Hdt.]