διολισθαίνω: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(1b) |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διολισθαίνω:''' атт. [[διολισθάνω]] (impf. διωλίσθανον, aor. 2 διώλισθον)<br /><b class="num">1)</b> скользя проходить, скользить (ἡ [[ναῦς]] διολισθαίνουσα ἐπ᾽ [[ἄκρων]] τῶν κυμάτων Luc.);<br /><b class="num">2)</b> ускользать, убегать (τινά Arph., Plat.; φόβους καὶ κινδύνους Polyb.; δ. καὶ ὑποφεύγειν τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> соскальзывать: τὴν γλῶτταν διολισθαίνων Luc. с заплетающимся языком. | |elrutext='''διολισθαίνω:''' атт. [[διολισθάνω]] (impf. διωλίσθανον, aor. 2 διώλισθον)<br /><b class="num">1)</b> скользя проходить, скользить (ἡ [[ναῦς]] διολισθαίνουσα ἐπ᾽ [[ἄκρων]] τῶν κυμάτων Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[ускользать]], [[убегать]] (τινά Arph., Plat.; φόβους καὶ κινδύνους Polyb.; δ. καὶ ὑποφεύγειν τι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> соскальзывать: τὴν γλῶτταν διολισθαίνων Luc. с заплетающимся языком. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 19 August 2022
French (Bailly abrégé)
impf. διωλίσθανον, ao.2 διώλισθον;
1 glisser à travers;
2 échapper à, acc..
Étymologie: διά, ὀλισθαίνω.
Greek Monolingual
(AM διολισθαίνω
Α και διολισθάνω) ολισθαίνω
1. γλιστρώ ανάμεσα και φεύγω, ξεγλιστρώ
2. (για πλοίο) πλέω ελαφρά και γρήγορα
3. γλιστρώ και πέφτω
νεοελλ.
ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
αρχ.
φρ. «διολισθαίνω τὴν γλῶτταν»
(για μεθυσμένους) τραυλίζω.
Russian (Dvoretsky)
διολισθαίνω: атт. διολισθάνω (impf. διωλίσθανον, aor. 2 διώλισθον)
1) скользя проходить, скользить (ἡ ναῦς διολισθαίνουσα ἐπ᾽ ἄκρων τῶν κυμάτων Luc.);
2) ускользать, убегать (τινά Arph., Plat.; φόβους καὶ κινδύνους Polyb.; δ. καὶ ὑποφεύγειν τι Plut.);
3) соскальзывать: τὴν γλῶτταν διολισθαίνων Luc. с заплетающимся языком.