ἐδώδιμος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐδώδῐμος:''' 2, Her. 3 годный в пищу, съедобный ([[ῥίζα]] τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; [[καρπός]] Plut.).
|elrutext='''ἐδώδῐμος:''' 2, Her. 3 годный в пищу, съедобный ([[ῥίζα]] τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; [[καρπός]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐδώδιμος]], ον [in Hdt.ος, η, ον,]<br />[[eatable]], Hdt., Thuc., etc.: ἐδώδιμα, τά, [[eatables]], provisions, Thuc.
}}
}}

Revision as of 14:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐδώδιμος Medium diacritics: ἐδώδιμος Low diacritics: εδώδιμος Capitals: ΕΔΩΔΙΜΟΣ
Transliteration A: edṓdimos Transliteration B: edōdimos Transliteration C: edodimos Beta Code: e)dw/dimos

English (LSJ)

ον, Thphr.CP6.11.10, 6.12.12; η, ον Hdt.2.92:—

   A eatable, Hdt. l.c., 3.108, etc.; ἐδώδιμα eatables, provisions, Th.7.39, Arist.Rh.1373a30, Porph.Abst.1.12, etc.    II prepared for eating, cooked, Orib.15.1.8.

German (Pape)

[Seite 717] ον, auch 3 Endgn, Her. 2, 92, zu essen, genießbar, 3, 108 Thuc. 7, 39 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐδώδιμος: -ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10., 6. 12, 12, η, ον, Ἡρόδ. 2. 92: -ἐδώδιμος, φαγώσιμος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 108, κτλ.· τὰ ἐδώδιμα, ζωοτροφίαι, τρφαί, ὁ αὐτ. 7. 39, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.
Étymologie: ἐδωδή.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [-ος, -η, -ον Hdt.2.92, Dsc.3.52]
1 comestible de plantas ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ ... ἐδωδίμη Hdt.l.c., ὅ γε ξερὸς σῖτος ὅπως καλῶς ἐ. γίγνηται ἐπιμελητέον X.Oec.7.36, cf. Plu.2.968a, BGU 85.3.11 (II d.C.), καρπός Gal.4.603, 11.807, περὶ σικύου ἐδωδίμου Gal.12.121, ἡ ῥίζα καὶ τὸ κατὰ γῆς πεφυκὸς ἐδώδιμόν ἐστι Mnesith.Ath.25.8, τῇ αἰγὶ τὸν θαλλὸν εἶναι ἐδώδιμον D.L.9.80, de anim. (ζῷα) ἐδώδιμα Hdt.3.108, cf. Porph.Abst.1.12, gener. ὅσα τις ἔχει ἐδώδιμα Th.7.39, cf. Hsch.
subst. τὸ ἐδώδιμον lo comestible, la parte comestible de plantas ὥστε ἀνὰ μέσον εἶναι τοῦ τε ἐδωδίμου τοῦ ἐντὸς καὶ τοῦ ἔξω Thphr.HP 7.13.8
subst. τὰ ἐδώδιμα los comestibles, los alimentos τῶν ἐδωδίμων καὶ ποτῶν ἴσον ἀπέχοντος Arist.Cael.295b33, cf. Rh.1373a30, Thphr.CP 6.11.10, οἱ δ' εἰσεκόμιζον ἄλλος ἄλλο τι τῶν ἐδωδίμων Luc.Asin.50, fig. διακρίνειν ἐν τοῖς τοιούτοις ἐδωδίμοις τὸ τρόφιμόν τε καὶ δηλητήριον Gr.Nyss.Beat.113.24.
2 preparado para ser comido op. ‘crudo’ κρέας ... ἑψεθὲν ἁγνὸν καὶ ἐδώδιμον Iul.Or.9.192c, ῥίζα δὲ δακτύλου ... ἐδωδίμη ἐφθή Dsc.l.c.
3 que está permitido comerlo τὸ νεῦρον ... οὐδὲ ἡμῖν ἐστιν ἐδώδιμον I.AI 1.334.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐδώδιμος, -η, -ον και -ος, -ον) εδωδή
φαγώσιμοςεδώδιμος καρπός»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα
τα τρόφιμα
αρχ.
μαγειρεμένος.

Greek Monotonic

ἐδώδιμος: -ον, σε Ηρόδ., , -ον· φαγώσιμος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐδώδιμα, τά, τροφές, προμήθειες, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐδώδῐμος: 2, Her. 3 годный в пищу, съедобный (ῥίζα τοῦ λωτοῦ Her.; ᾠά Arst.; καρπός Plut.).

Middle Liddell

ἐδώδιμος, ον [in Hdt.ος, η, ον,]
eatable, Hdt., Thuc., etc.: ἐδώδιμα, τά, eatables, provisions, Thuc.