ἠπιοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(2b)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἠπιοδίνητος:''' (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).
|elrutext='''ἠπιοδίνητος:''' (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον [[δινέω]]<br />[[softly]]-[[rolling]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐοδίνητος Medium diacritics: ἠπιοδίνητος Low diacritics: ηπιοδίνητος Capitals: ΗΠΙΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ēpiodínētos Transliteration B: ēpiodinētos Transliteration C: ipiodinitos Beta Code: h)piodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον,

   A softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné doucement.
Étymologie: ἤπιος, δινέω.

Greek Monotonic

ἠπῐοδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιοδίνητος: (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).

Middle Liddell

ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον δινέω
softly-rolling, Anth.