ἡρώιος: Difference between revisions
From LSJ
χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡρώιος:''' 3, Pind. тж. [[ἡρόϊος]] 3 = [[ἡρωϊκός]]. | |elrutext='''ἡρώιος:''' 3, Pind. тж. [[ἡρόϊος]] 3 = [[ἡρωϊκός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἡρώιος]], η, ον = [[ἡρωικός]], Pind.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον,=
A ἡρωικός, ἀρεταί Pi.O.13.51; πομπαί Id.N.7.46 [ω].
Greek (Liddell-Scott)
ἡρώιος: -α, -ον, = ἡρωικός, Πίνδ. Ο. 13. 71, Ν. 7. 68 ἔχον τὸ ω θέσει βραχύ· πρβλ. ἡρῷος.
English (Slater)
ἡρώιος, -όιος
1 of, concerning heroes ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ (O. 13.51) ἡροΐαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις (Schr.: ἡρωίαις codd.: in honour of heroes : γίγνεται ἐν Δελφοῖς ἥρωσι ξενία. Σ.) (N. 7.46)
Greek Monolingual
ἡρώιος, -ία, -ον (Α)
ηρωικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ιος (πρβλ. εώ-ιος, χάλκ-ιος)].
Greek Monotonic
ἡρώιος: -α, -ον, = ἡρωϊκός, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡρώιος: 3, Pind. тж. ἡρόϊος 3 = ἡρωϊκός.