ἡμίφαυλος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμίφαυλος:''' (ῐ) наполовину негодный Luc.
|elrutext='''ἡμίφαυλος:''' (ῐ) наполовину негодный Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡμί-φαυλος, ον<br />[[half]]-[[knavish]], Luc.
}}
}}

Revision as of 23:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφαυλος Medium diacritics: ἡμίφαυλος Low diacritics: ημίφαυλος Capitals: ΗΜΙΦΑΥΛΟΣ
Transliteration A: hēmíphaulos Transliteration B: hēmiphaulos Transliteration C: imifavlos Beta Code: h(mi/faulos

English (LSJ)

ον,

   A halfknavish, Luc.Bis Acc.8.

German (Pape)

[Seite 1171] halb schlecht, Luc. bis acc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφαυλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ φαῦλος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié vaurien.
Étymologie: ἡμι-, φαῦλος.

Greek Monolingual

ἡμίφαυλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ ή από πολλές απόψεις ή ώς ένα σημείο φαύλος, ο μισοαχρείος.

Greek Monotonic

ἡμίφαυλος: -ον, φαύλος κατά το ήμισυ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίφαυλος: (ῐ) наполовину негодный Luc.

Middle Liddell

ἡμί-φαυλος, ον
half-knavish, Luc.