θωμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θωμίζω''': ἢ -ίσσω, [[μαστίζω]], «δέρνω», [[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10˙ - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει˙ νύσσει. δεσμεύει».
|lstext='''θωμίζω''': ἢ -ίσσω, [[μαστίζω]], «δέρνω», [[νῶτον]] μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10· - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει· νύσσει. δεσμεύει».
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωμίζω Medium diacritics: θωμίζω Low diacritics: θωμίζω Capitals: ΘΩΜΙΖΩ
Transliteration A: thōmízō Transliteration B: thōmizō Transliteration C: thomizo Beta Code: qwmi/zw

English (LSJ)

(also θῠωρ-ίσσω, Hsch.),

   A whip, scourge, νῶτον μάστιγι θωμιχθείς Anacr.21.10, cf. EM459.54:—also, bind, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1230] fut. θωμίξω, aor. p. θωμιχθεἶς μάστιγι, Anacr. 66 a, mit der Peitsche gegeißelt; Phot. lex. erkl. τῷ κέντρῳ ἐρεθίζειν, μαστίζειν. Rach Hesych. auch = binden, fesseln.

Greek (Liddell-Scott)

θωμίζω: ἢ -ίσσω, μαστίζω, «δέρνω», νῶτον μάστιγι θωμιχθεὶς Ἀνακρ. 20. 10· - κατὰ τὸν Ἡσύχ., «θωμίσει· νύσσει. δεσμεύει».

Greek Monolingual

θωμίζω και θωμίσσω (Α) θώμιγξ
1. μαστίζω, δέρνωνῶτον μάστιγι θωμιχθείς», Ανακρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θωμίσσει
νύσσει, δεσμεύει».

Russian (Dvoretsky)

θωμίζω: (part. aor. pass. θωμιχθείς) стегать, хлестать (νῶτον μάστιγι Anacr.).