κατακαίριος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατακαίριος:''' смертельный ([[βέλος]] Hom. - v. l. κατὰ [[καίριον]]): δισκηθεὶς κ. Anth. пораженный насмерть.
|elrutext='''κατακαίριος:''' смертельный ([[βέλος]] Hom. - v. l. κατὰ [[καίριον]]): δισκηθεὶς κ. Anth. пораженный насмерть.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατα-[[καίριος]], ον = [[καίριος]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 14:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακαίριος Medium diacritics: κατακαίριος Low diacritics: κατακαίριος Capitals: ΚΑΤΑΚΑΙΡΙΟΣ
Transliteration A: katakaírios Transliteration B: katakairios Transliteration C: katakairios Beta Code: katakai/rios

English (LSJ)

ον,

   A = καίριος, Il.11.439, AP9.227 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1351] = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλθῃ; δισκηθεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).

Greek (Liddell-Scott)

κατακαίριος: -ον, = καίριος, διάφ. γραφ. ἐν Ἰλ. Λ. 439, Ἀνθ. Π. 9. 227.

English (Autenrieth)

(καιρός): mortal, with τέλος (like τέλος θανάτοιο), Il. 11.439†.

Greek Monolingual

κατακαίριος, -ον (Α)
καίριος.

Greek Monotonic

κατακαίριος: -ον = καίριος, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-καίριος -ον dodelijk.

Russian (Dvoretsky)

κατακαίριος: смертельный (βέλος Hom. - v. l. κατὰ καίριον): δισκηθεὶς κ. Anth. пораженный насмерть.

Middle Liddell

κατα-καίριος, ον = καίριος, Anth.]