καταπλαστύς: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπλαστύς:''' ύος ἡ Her. = [[κατάπλασμα]]. | |elrutext='''καταπλαστύς:''' ύος ἡ Her. = [[κατάπλασμα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταπλαστύς -ύος, ἡ smeersel. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for κατάπλασμα, Hdt.4.75.
German (Pape)
[Seite 1370] ύος, ἡ, ion. = κατάπλασμα, Her. 4, 75.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατάπλασμα, Ἡρόδ. 4. 75.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
enduit, emplâtre, cataplasme.
Étymologie: καταπλάσσω.
Greek Monolingual
καταπλαστύς, ἡ (Α) καταπλάσσω
ιων. τ. βλ. κατάπλασμα.
Greek Monotonic
καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί καταπλάσματος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταπλαστύς: ύος ἡ Her. = κατάπλασμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπλαστύς -ύος, ἡ smeersel.