κατῆλιψ: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(2b)
(2)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατῆλιψ:''' ῐφος ἡ верхний этаж или чердак Arph., Luc.
|elrutext='''κατῆλιψ:''' ῐφος ἡ верхний этаж или чердак Arph., Luc.
}}
{{etym
|etymtx=-ιφος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: meaning unknown, perh. <b class="b2">ladder, roof-beam, upper story</b> (Ar. Ra. 566). = <b class="b3">ἰκρίωμα</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: For the formation one compares <b class="b3">αἰγίλιψ</b>, <b class="b3">ἄλιψ</b>; further unexplained.
}}
}}

Revision as of 01:50, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῆλιψ Medium diacritics: κατῆλιψ Low diacritics: κατήλιψ Capitals: ΚΑΤΗΛΙΨ
Transliteration A: katē̂lips Transliteration B: katēlips Transliteration C: katilips Beta Code: kath=liy

English (LSJ)

ῐφος, ἡ, variously expld. as

   A ladder, roof-beam, upper story, etc. in Ar.Ra.566, cf. Sch.ad loc., Poll.7.123, Hsch.; also used by Luc.Lex.8.

German (Pape)

[Seite 1400] ιφος, ἡ, das obere Geschoß des Hauses, Ar. Ran. 566, Schol. ἡ μέσοδμος, VLL. erkl. τὴν μέσην στέγην, Andere erkl. τὴν κλίμακα, vgl. Luc. Lex. 8. Die Ableitung ist dunkel, gew. führt man es auf ἦλιψ, Schuh, Sockel, zurück, vgl. Choerob. in B. A. 1200 u. Lob. Paralipp. 290.

Greek (Liddell-Scott)

κατῆλιψ: ῐφος, ἡ, Δωρικ. κατᾶλιψ, τὸ ἄνω πάτωμα οἰκίας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 566· ἕτεροι λαμβάνουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν κλίμακα (ὡς φαίνεται ὅτι δέον νὰ ἐκληφθῇ ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8)· ἕτεροι δὲ ὡς σημαίνουσαν τὴν στέγην. (Δύσκολος εἶνε ἡ συσχέτισις τῆς λέξεως πρὸς τὸ ἦλιψ, πέδιλον, ἴδε Λοβ. Παραλ. 290, ὁ Ἡσύχ. ἔχει «ἄλιψ ἢ ἆλιψ· πέτρα»).

French (Bailly abrégé)

ιφος (ἡ) :
grenier ou combles d’une maison.
Étymologie: κατά, ἦλιψ.

Greek Monolingual

κατῆλιψ, -ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α)
1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.)
2. το άνω πάτωμα οικίας
3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή
4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν ὄροφον
οἱ δὲ ἰκρίωμα τὸ ἐν τῷ οἴκῳ ὅ καὶ βέλτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται μορφολογικά με τους τ. ἄλιψ, αἰγίλιψ.

Greek Monotonic

κατῆλιψ: -ιφος, ἡ, το άνω πάτωμα του σπιτιού, στέγη ή σκάλα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προελ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατῆλιψ -ιφος, ἡ vliering.

Russian (Dvoretsky)

κατῆλιψ: ῐφος ἡ верхний этаж или чердак Arph., Luc.

Frisk Etymological English

-ιφος
Grammatical information: f.
Meaning: meaning unknown, perh. ladder, roof-beam, upper story (Ar. Ra. 566). = ἰκρίωμα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the formation one compares αἰγίλιψ, ἄλιψ; further unexplained.