κατωνάκη: Difference between revisions
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(2b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατωνάκη:''' (νᾰ) ἡ катонака (верхняя одежда рабов с овчинной опушкой внизу) Arph. | |elrutext='''κατωνάκη:''' (νᾰ) ἡ катонака (верхняя одежда рабов с овчинной опушкой внизу) Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατωνάκη -ης, ἡ [κάτω, νάκη] katonakè (kledingstuk van schapenvel). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 1 January 2019
English (LSJ)
[νᾰ], ἡ,
A coarse frock with a border of sheepskin (νάκος), worn by slaves and labourers, Ar.Lys.1151, Ec.724, Theopomp.Com. 99.
German (Pape)
[Seite 1407] ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat (νάκος), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατωνάκης, ὁ.
Greek (Liddell-Scott)
κατωνάκη: νᾰ, ἡ, ἔνδυμά τι εὐτελὲς ἔχον ἐκ τῶν κάτω μερῶν νάκος (διφθέραν) περιερραμμένον φερόμενον ὑπὸ δούλων καὶ ἐργατῶν, «δοκοῦσι δὲ τοῦτο ἀμφιέσασθαι Ἀθηναῖοι τῶν περὶ Πεισίστρατον τυράννων ἐπαναγκασάντων, ἵνα ὑπὸ εὐτελείας μὴ κατίωσιν εἰς τὸ ἄστυ οἱ πολῖται» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1151, Ἐκκλ. 724. πρβλ. Βεκκῆρ. εἰς Χαρικλ. 442· «χιτὼν δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος» Σουΐδ. Πολυδ. Ζ΄ 68.
Greek Monolingual
κατωνάκη, ἡ (Α)
φτωχικό χοντρό ένδυμα με δέρμα στο κάτω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + νάκη «δέρμα τριχωτό, προβειά»].
Russian (Dvoretsky)
κατωνάκη: (νᾰ) ἡ катонака (верхняя одежда рабов с овчинной опушкой внизу) Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατωνάκη -ης, ἡ [κάτω, νάκη] katonakè (kledingstuk van schapenvel).