κεραυνόβολος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(3) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεραυνόβολος:''' ὁ пораженный громом (sc. [[Σεμέλα]] Eur.; [[δένδρον]] Diod.). | |elrutext='''κεραυνόβολος:''' ὁ пораженный громом (sc. [[Σεμέλα]] Eur.; [[δένδρον]] Diod.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεραυνόβολος -ον [κεραυνός, βάλλω] door de bliksem getroffen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hurling the thunder, Ζεύς IG5(2).37 (Tegea); πῦρ τὸ κ. the thundersmiting fire, AP12.63 (Mel.); κ. νεφέλαι Orph.Fr.256; of planetary influences, Vett.Val.14.17; title of the Roman Legio XII Fulminata, D.C.71.9. II proparox. κεραυνόβολος, ον, Pass., thunder-stricken, of Semele, E.Ba.598 (lyr.), cf. D.S.1.13, etc.
Greek Monolingual
κεραυνόβολος, -ον (Α)
αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό-βολος, νιφό-βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία].
Russian (Dvoretsky)
κεραυνόβολος: ὁ пораженный громом (sc. Σεμέλα Eur.; δένδρον Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνόβολος -ον [κεραυνός, βάλλω] door de bliksem getroffen.