κυφαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(3)
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῡφᾰγωγός:''' adj. держащий голову вниз, с опущенной головой ([[ἵππος]] Xen.).
|elrutext='''κῡφᾰγωγός:''' adj. держащий голову вниз, с опущенной головой ([[ἵππος]] Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡφ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,<br />with [[neck]] [[arched]] and [[head]] low, of a [[horse]], Xen.
}}
}}

Revision as of 03:15, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1539] ἵππ ος, ein Pferd, das den Hals vorgebogen trägt; Xen. de re equ. 7, 10; Poll. 1, 197.

Greek Monolingual

κυφαγωγός, -όν (Α)
φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» — ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + -αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ-αγωγός, χαλιν-αγωγός].

Greek Monotonic

κῡφᾰγωγός: ὁ, αυτός που έχει χαμηλά το κεφάλι και καμπυλωτό το λαιμό, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῡφᾰγωγός: adj. держащий голову вниз, с опущенной головой (ἵππος Xen.).

Middle Liddell

κῡφ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,
with neck arched and head low, of a horse, Xen.