κωμῳδογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κωμῳδογράφος:''' (ᾰ) ὁ Anth. = [[κωμῳδιογράφος]].
|elrutext='''κωμῳδογράφος:''' (ᾰ) ὁ Anth. = [[κωμῳδιογράφος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κωμῳδογράφος -ου, ὁ [κωμῳδία, γράφω] komedieschrijver.
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμῳδογράφος Medium diacritics: κωμῳδογράφος Low diacritics: κωμωδογράφος Capitals: ΚΩΜΩΔΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kōmōidográphos Transliteration B: kōmōdographos Transliteration C: komodografos Beta Code: kwmw|dogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A = κωμῳδιογράφος, AP7.708 (Diosc.), Phld.Mus.p.88 K.

German (Pape)

[Seite 1545] ὁ, Comödienschreiber; Diosc. 30 (VII, 708); Schol. Ar. Nubb. 296.

Greek (Liddell-Scott)

κωμῳδογράφος: ὁ, = κωμῳδιογράφος, Ἀνθ. Π. 7. 708.

Greek Monolingual

κωμῳδογράφος, ὁ (Α)
βλ. κωμωδιογράφος.

Greek Monotonic

κωμῳδογράφος: [ᾰ], ὁ = κωμῳδιογράφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κωμῳδογράφος: (ᾰ) ὁ Anth. = κωμῳδιογράφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμῳδογράφος -ου, ὁ [κωμῳδία, γράφω] komedieschrijver.