λεύκινος: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(3) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / Α [[λεύκινος]], -ίνη, -ον [[λεύκη]]<br />φτειαγμένος από [[λεύκα]], [[ιδίως]] από το [[ξύλο]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτη) στολισμένος με [[στεφάνι]] από [[λεύκα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / Α [[λεύκινος]], -ίνη, -ον [[λεύκη]]<br />φτειαγμένος από [[λεύκα]], [[ιδίως]] από το [[ξύλο]] της<br /><b>αρχ.</b><br />(για στρατιώτη) στολισμένος με [[στεφάνι]] από [[λεύκα]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεύκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λευκαία]]<br />κατασκευασμένος από το [[φυτό]] [[λευκαία]], από [[σχοινί]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λεύκῐνος:''' [[λεύκη]] 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.). | |elrutext='''λεύκῐνος:''' [[λεύκη]] 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
η, ον, (
A λεύκη 11) of white poplar, στέφανοι Arist.Oec.1353b27; μύρον Gal.13.631. 2 of soldiers, decorated with chaplets of white poplar, OGI266.14 (Pergam., iii B.C.). II (λευκαία 1) of hemp, σχοινία Hsch.s.v. μασχάλην.
German (Pape)
[Seite 33] von der Weißpappel, στέφανος Arist. Oec. 2, 42 f. Vgl. λεύκη.
Greek (Liddell-Scott)
λεύκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεύκης, στέφανοι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 42. ΙΙ. καννάβινος (ἴδε λευκαία Ι), Ἡσύχ. ἐν λεξ. μασχάλην.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο / Α λεύκινος, -ίνη, -ον λεύκη
φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της
αρχ.
(για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα.
(II)
λεύκινος, -ίνη, -ον (Α) λευκαία
κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία, από σχοινί.
Russian (Dvoretsky)
λεύκῐνος: λεύκη 1] из белого тополя, тополевый (στέφανοι Arst.).