μηροτυπής: Difference between revisions

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μηροτῠπής:''' колющий в бедро ([[κέντρον]] Anth.).
|elrutext='''μηροτῠπής:''' колющий в бедро ([[κέντρον]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μηρο-τῠπής, ές [[τύπτω]]<br />[[striking]] the [[thigh]], Anth.
}}
}}

Revision as of 04:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροτῠπής Medium diacritics: μηροτυπής Low diacritics: μηροτυπής Capitals: ΜΗΡΟΤΥΠΗΣ
Transliteration A: mērotypḗs Transliteration B: mērotypēs Transliteration C: mirotypis Beta Code: mhrotuph/s

English (LSJ)

ές,

   A striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).

Greek (Liddell-Scott)

μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.

Greek Monolingual

μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο-τυπής, χειρο-τυπής].

Greek Monotonic

μηροτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μηροτῠπής: колющий в бедро (κέντρον Anth.).

Middle Liddell

μηρο-τῠπής, ές τύπτω
striking the thigh, Anth.