μονότεκνος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονότεκνος:''' имеющий одного лишь ребенка ([[Πρόκνη]] Eur.). | |elrutext='''μονότεκνος:''' имеющий одного лишь ребенка ([[Πρόκνη]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μονό-τεκνος, ον [[τέκνον]]<br />with but one [[child]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.
German (Pape)
[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.
Greek (Liddell-Scott)
μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a qu’un enfant.
Étymologie: μόνος, τέκνον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονότεκνος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].
Greek Monotonic
μονότεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονότεκνος: имеющий одного лишь ребенка (Πρόκνη Eur.).