μουσόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μουσόληπτος:''' вдохновленный музами Plut. | |elrutext='''μουσόληπτος:''' вдохновленный музами Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μουσό-ληπτος, ον<br />[[Muse]]-[[inspired]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A Muse-inspired, Phld.Mus.p.86 K., Plu.Marc.17,2.452b.
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen ergriffen, begeistert, Plut. de virt. mor. 12 E.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, Πλουτ. Μάρκελλ. 17., 2. 452Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
possédé, inspiré par les Muses.
Étymologie: μοῦσα, ληπτός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μουσόληπτος, -ον)
αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες
νεοελλ.
πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεό-ληπτος, φρενό-ληπτος].
Greek Monotonic
μουσόληπτος: -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μουσόληπτος: вдохновленный музами Plut.