μενεφύλοπις: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μενεφύλοπις:''' ιος (φῡ) adj. стойкий в бою Anth. | |elrutext='''μενεφύλοπις:''' ιος (φῡ) adj. стойкий в бою Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μενε-φύ¯λοπις, ιος, ὁ, ἡ, = [[μενεπτόλεμος]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], ιος, ὁ, ἡ,
A staunch in battle, AP6.84 (Paul. Sil.), prob. cj. in Doroth. in Cat.Cod. Astr.8(4).223.
German (Pape)
[Seite 132] = μενέμαχος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).
Greek (Liddell-Scott)
μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, Ἀνθ. Π. 6. 84.
Greek Monolingual
μενεφύλοπις, -ιος, ό, ἡ (Α)
αυτός που αντέχει τον πόλεμο, ο καρτερικός στη μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + φύλοπις «μάχη, κραυγή μάχης»].
Greek Monotonic
μενεφύλοπις: [ῡ], -ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μενεφύλοπις: ιος (φῡ) adj. стойкий в бою Anth.
Middle Liddell
μενε-φύ¯λοπις, ιος, ὁ, ἡ, = μενεπτόλεμος, Anth.]