μυριόβοιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῡριόβοιος:''' вмещающий десять тысяч или множество волов (αὔλια Anth.).
|elrutext='''μῡριόβοιος:''' вмещающий десять тысяч или множество волов (αὔλια Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡριό-βοιος, ον [[βοῦς]]<br />with ten [[thousand]] oxen, Anth.
}}
}}

Revision as of 12:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόβοιος Medium diacritics: μυριόβοιος Low diacritics: μυριόβοιος Capitals: ΜΥΡΙΟΒΟΙΟΣ
Transliteration A: myrióboios Transliteration B: myrioboios Transliteration C: myriovoios Beta Code: murio/boios

English (LSJ)

ον,

   A with ten thousand oxen, AP9.237 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 219] mit zehntausend Rindern, αὔλια, Eryc. 4 (IX, 237).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόβοιος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους βοῦς, Ἀνθ. Π. 9. 237.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme des milliers de bœufs.
Étymologie: μυρίοι, βοῦς.

Greek Monolingual

μυριόβοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ισό-βοιος, πρωτό-βοιος].

Greek Monotonic

μῡριόβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που έχει δέκα χιλιάδες βόδια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόβοιος: вмещающий десять тысяч или множество волов (αὔλια Anth.).

Middle Liddell

μῡριό-βοιος, ον βοῦς
with ten thousand oxen, Anth.