νεοθήξ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νεοθήξ:''' ῆγος adj. свежеотточенный ([[σίδηρος]] Anth.). | |elrutext='''νεοθήξ:''' ῆγος adj. свежеотточенный ([[σίδηρος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νεο-θήξ, ῆγος, = [[νεοθηγής]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ῆγος, Aeol. ᾱγος, ὁ, ἡ,
A = νεοθηγής, σίδαρος Sapph.119, AP7.181 (Andronic.), cf. Archestr.Fr.31.
German (Pape)
[Seite 242] ῆγος, = νεοθηγής; σίδηρος, Andronic. ep. (VII, 181); νεοθᾶγι σιδήρῳ, Sapph. 3 (VII, 489).
Greek (Liddell-Scott)
νεοθήξ: ῆγος Αἰολ. ᾶγος, ὁ, ἡ, = νεοθηγής, Σαπφὼ 119, Ἀνθ. Π. 7. 181· «νεοθῆγι, νεωστὶ ἀκονηθέντι» Σουΐδ.
Greek Monolingual
νεοθήξ, -ῆγος και αιολ. τ. νεόθαξ, -αγος, ὁ και ἡ (Α)
νεόθηκτος («νεόθαξ σίδαρος», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θήξ (< θήγω), πρβλ. φιλο-θήξ].
Greek Monotonic
νεοθήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, = νεοθηγής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νεοθήξ: ῆγος adj. свежеотточенный (σίδηρος Anth.).
Middle Liddell
νεο-θήξ, ῆγος, = νεοθηγής, Anth.]