νησίς: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(3b) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νησίς:''' ῖδος и ίδος ἡ островок Her., Thuc., Plut., Anth. | |elrutext='''νησίς:''' ῖδος и ίδος ἡ островок Her., Thuc., Plut., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νησίς]], ῖδος, [Dim. of [[νῆσος]]<br />an [[islet]], Hdt., Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, Dim. of νῆσος,
A islet, Hdt.8.76, 95, Th.8.14, Plb. 16.2.8, Str.1.3.18, Plu.Oth.10. [ῑ Call.Fr.524, Lyc.599, AP6.89 (Maec.), 9.413 (Antiphil.), D.P.479, etc.]
Greek (Liddell-Scott)
νησίς: -ῖδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Ἡρόδ. 8. 76, 95, Θουκ. 8. 14, κτλ. [γεν. νησῖδος Λυκόφρ. 599, Ἀνθ. Π. 6. 89, Διον. Π. 479, κτλ.: καὶ οὕτω λέγει ὁ Δράκων 23. 14, ἂν καὶ ἐν 47. 20 μνημονεύει τὴν λέξ. μετὰ ῐ].
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petite île, îlot.
Étymologie: νῆσος.
Greek Monotonic
νησίς: -ῖδος, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, νησάκι, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
νησίς: ῖδος и ίδος ἡ островок Her., Thuc., Plut., Anth.