ξηροβατικός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(3b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksirovatikos
|Transliteration C=ksirovatikos
|Beta Code=chrobatiko/s
|Beta Code=chrobatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">walking on dry ground</b>, of land-animals, opp. <b class="b3">ἔνυδρος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>264d</span> ; of birds, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>559a20</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[walking on dry ground]], of land-animals, opp. <b class="b3">ἔνυδρος</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>264d</span> ; of birds, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>559a20</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:10, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηροβᾰτικός Medium diacritics: ξηροβατικός Low diacritics: ξηροβατικός Capitals: ΞΗΡΟΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: xērobatikós Transliteration B: xērobatikos Transliteration C: ksirovatikos Beta Code: chrobatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A walking on dry ground, of land-animals, opp. ἔνυδρος, Pl.Plt.264d ; of birds, Arist.HA559a20.

German (Pape)

[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen gehend, Ggstz ἔνυδρος, Plat. Polit. 264 d. S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ περιπατῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῶν χερσαίων ζῴων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνυδρος, Πλάτ. Πολιτ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ξηροβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών
αρχ.
(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -βατικός (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. υγρο-βατικός. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως επιστημονικός όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο].

Russian (Dvoretsky)

ξηροβᾰτικός: ходящий по сухой почве (ὄρνιθες Arst.).