ξιφιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξῐφιστήρ:''' ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut. | |elrutext='''ξῐφιστήρ:''' ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ξῐφιστήρ, ῆρος, ὁ, [[ξίφος]]<br />a [[sword]]-[[belt]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.
German (Pape)
[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.
Greek Monolingual
ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονισ-τήρ, κορυφισ-τήρ) ή απευθείας από ξίφος.
Greek Monotonic
ξῐφιστήρ: -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφιστήρ: ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.