οἰκητής: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰκητής:''' οῦ ὁ Soph., Plat. = [[οἰκητήρ]]. | |elrutext='''οἰκητής:''' οῦ ὁ Soph., Plat. = [[οἰκητήρ]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[οἰκητής]], οῦ, ὁ, = [[οἰκήτωρ]], Soph., Plat.] | |||
}} | }} |
Revision as of 04:25, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A dweller, inhabitant, S.OT1450, Pl.Phd.IIIb : Locr. ϝοικητάς, colonist, IG9(1).334.47 ; ἡ πόλις προσδεῖται πλεόνων οἰκητῶν ib.9(2).517.5 (Larissa, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 300] ὁ, = οἰκητήρ, der Bewohner; Soph. O. R. 1450; Plat. Phaed. 111 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκητής: -οῦ, ὁ, = οἰκήτωρ, Σοφ. Ο. Τ. 1450, Πλάτ. Φαίδων 111C, καὶ ἴσως Σιμων. 5. 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
habitant.
Étymologie: οἰκέω.
Greek Monolingual
οἰκητής και, λοκρικός τ., Fοικητὰς, ὁ (Α) οικώ
1. κάτοικος, ένοικος
2. (ο λοκρικός τ. Fοικητάς)
ο άποικος.
Greek Monotonic
οἰκητής: -οῦ, ὁ, = οἰκήτωρ, σε Σοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκητής: οῦ ὁ Soph., Plat. = οἰκητήρ.