πολιά: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολιά:''' ион. [[πολιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> седина Men., Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> старческий возраст, старость Luc., Anth. | |elrutext='''πολιά:''' ион. [[πολιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> седина Men., Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> старческий возраст, старость Luc., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολιά]], ἡ, [[πολιός]]<br />grayness of [[hair]], Menand. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A greyness of hair, Men.Mon.705; as a disease, Arist.GA 784b13, Pr.894b9, Fr.235; σεμνὴ π. LXX 4 Ma.7.15, cf. Plu.2.4ib, Chor. p.15B., al.; πολιή σε κατεύνασε AP5.219 (Agath.): concrete, πολλῆς μὲν νεότητος, πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης Chor. in Lib.4.516R.
Greek (Liddell-Scott)
πολιά: ἡ, ἡ τῶν τριχῶν λευκότης, πολιὰ χρόνου μήνυσις, οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς ἀσθένεια, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, πολιότης.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
chevelure gris-blanc.
Étymologie: πολιός.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολιός
1. η λευκότητα τών τριχών της κεφαλής («πολιά χρόνου μήνυσις, οὐ φρόνησις», Μέν.)
2. η γεροντική ηλικία, το γήρας
3. αρχαιότητα.
Greek Monotonic
πολιά: ἡ (πολιός), το γκρίζο χρώμα των μαλλιών, σε Μένανδρ.
Russian (Dvoretsky)
πολιά: ион. πολιή ἡ
1) седина Men., Arph., Anth.;
2) старческий возраст, старость Luc., Anth.