πολύγλευκος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(4) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύγλευκος:''' дающий много сусла, очень сочный ([[βότρυς]] Anth.). | |elrutext='''πολύγλευκος:''' дающий много сусла, очень сочный ([[βότρυς]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-γλευκος, ον,<br />abounding in new [[wine]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:50, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A abounding in sweet juice, βότρυς AP6.238 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 660] (s. γλεῦκος), von oder mit vielem Moste, βότρυς, Apollnds. 5 (VI, 238).
Greek (Liddell-Scott)
πολύγλευκος: -ον, ὁ περιέχων ἢ παράγων πολὺ γλεῦκος, βότρυς Ἀνθ. Π. 6. 238.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au moût abondant.
Étymologie: πολύς, γλεῦκος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο
2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [[[εἰμί]]] βότρυος», Απολλωνίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει-γλεύκος)].
Greek Monotonic
πολύγλευκος: αυτός που έχει άφθονο μούστο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολύγλευκος: дающий много сусла, очень сочный (βότρυς Anth.).