ποιώδης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
(3b) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῶδες, Α<br /><b>βλ.</b> [[ποώδης]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ῶδες, Α<br /><b>βλ.</b> [[ποώδης]].<br /> <b>(II)</b><br />-ῶδες, Α [[ποιός]]<br />αυτός που φανερώνει την [[ποιότητα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:50, 9 January 2019
English (LSJ)
(A), ες,
A v. ποώδης.
ποι-ώδης (B), ες, (ποιός)
A qualitative, Simp.in Cat.179.4.
German (Pape)
[Seite 653] ες, gras- od. krautartig, voll Gras, Unkraut, grasig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ποώδης.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες :
herbeux, couvert de pâturages.
Étymologie: ποία, -ωδης.
Greek Monolingual
(I)
-ῶδες, Α
βλ. ποώδης.
(II)
-ῶδες, Α ποιός
αυτός που φανερώνει την ποιότητα.
Greek Monotonic
ποιώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πρασινάδα, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιώδης -ες [πόα] met gras bedekt.
Russian (Dvoretsky)
ποιώδης: богатый пастбищами, злачный (ἡ γῆ π. τε καὶ εὔυδρος Her.).