πολύχους: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(4)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύχους:''' стяж. = [[πολύχοος]].
|elrutext='''πολύχους:''' стяж. = [[πολύχοος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχους -ουν, contr., Ion. πολύχοος -οον [πολύς, χέω] in overvloed stromend:; ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι ondanks een gering volume verspreiden zij (zoete en vette etenswaren) zich overvloedig Hp. Vict. 2.56; πολύχους καρπός overvloedige oogst Luc. 54.27; overdr.. ἂν δὲ πολύχους ᾖ ἡ ἐναντίωσις als de oppositie zeer productief is Aristot. Rh. 1418b9.
}}
}}

Revision as of 08:08, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att., v. πολύχοος.

Greek Monolingual

-ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, -οον, ή πολυχόοος, -όον, Α
1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά
2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.)
3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να διαχυθεί και να λάβει μεγάλη έκταση, άφθονοςπολύχους κόπρος», Ηράκλ.)
4. πολυειδής, ποικίλος («πολύχουν τὸ τῶν φυτῶν γένος», Θεόφρ.)
5. συχνός, συνήθης, όχι σπάνιος («πολύχουν κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή», Φίλ.)
6. μτφ. (για συγγραφέα ή ρήτορα) γόνιμος («τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος», Φιλόδ.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύχουν και πολύχοονπολυχόον
η ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χόος / χοῦς (< χέω), πρβλ. ολιγό-χους].

Russian (Dvoretsky)

πολύχους: стяж. = πολύχοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχους -ουν, contr., Ion. πολύχοος -οον [πολύς, χέω] in overvloed stromend:; ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι ondanks een gering volume verspreiden zij (zoete en vette etenswaren) zich overvloedig Hp. Vict. 2.56; πολύχους καρπός overvloedige oogst Luc. 54.27; overdr.. ἂν δὲ πολύχους ᾖ ἡ ἐναντίωσις als de oppositie zeer productief is Aristot. Rh. 1418b9.