προπηλακισμός: Difference between revisions
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προπηλᾰκισμός:''' ὁ Her., Aesch., Plat., Dem. = [[προπηλάκισις]]. | |elrutext='''προπηλᾰκισμός:''' ὁ Her., Aesch., Plat., Dem. = [[προπηλάκισις]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προπηλακισμός -οῦ, ὁ [προπηλακίζω] belediging. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Hdt.6.73;
A ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12; ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258: pl., προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg.855b, etc.
German (Pape)
[Seite 740] ὁ, das Bewerfen mit Koth, od. das in den Koth treten, schimpfliche Behandlung, Beschimpfung; Her. 6, 73; Plat. Legg. IX, 855 b; Dem. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
προπηλᾰκισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 6. 73· ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ πρ. Δημ. 229. 9· ὁ τῆς δικαιοσύνης πρ. Αἰσχίν. 90. 22· ἐν τῷ πληθ., προπηλακισμοῖς κολάζειν Πλάτ. Νόμ. 855Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
insulte, outrage.
Étymologie: προπηλακίζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ προπηλακίζω
η προπηλάκιση («ὕβρις καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
προπηλᾰκισμός: ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
προπηλᾰκισμός: ὁ Her., Aesch., Plat., Dem. = προπηλάκισις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπηλακισμός -οῦ, ὁ [προπηλακίζω] belediging.