σκαλαθυρμάτιον: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον:''' (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph. | |elrutext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον:''' (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκαλαθυρμάτιον -ου, τό [σκαλαθύρω] plur. oppervlakkigheden. Aristoph. Nub. 630. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:42, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.),
A trifling subtlety or technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.
German (Pape)
[Seite 888] τό, dim. von σκαλάθυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄθυρμα darin findet.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), λεπτολόγος εὐφυΐα ἢ τέχνη, μικρὰ σοφιστικὴ παιδιά, μικρολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 630.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκαλάθυρμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκαλάθυρμα, -ύρματος]]
(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰλᾰθυρμάτιον: (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαλαθυρμάτιον -ου, τό [σκαλαθύρω] plur. oppervlakkigheden. Aristoph. Nub. 630.