σκόμβρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκόμβρος:''' ὁ скумбрия или макрель Arph., Arst.
|elrutext='''σκόμβρος:''' ὁ скумбрия или макрель Arph., Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=σκόμβρος -ου, ὁ makreel.
}}
}}

Revision as of 08:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόμβρος Medium diacritics: σκόμβρος Low diacritics: σκόμβρος Capitals: ΣΚΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: skómbros Transliteration B: skombros Transliteration C: skomvros Beta Code: sko/mbros

English (LSJ)

ὁ,

   A mackerel, Scomber scomber, Epich.62, Arist.HA571a12, 597a22, 610b7, PCair.Zen.6.1 (iii B.C.); caught in the Hellespont, Hermipp.63.5, cf. Ar.Eq.1008.

German (Pape)

[Seite 902] ὁ, eine Art Thunfisch, die Makrele, lat. scomber; Ar. Equ. 1003; Ath. VII, 321.

Greek (Liddell-Scott)

σκόμβρος: ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος κατ’ ἀγέλας ζῶντος, κατατασσομένου, μετὰ τοῦ θύννου καὶ τῆς πηλαμύδος, Scomber scοmber, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 12, 6., 9. 2, 1, πρβλ. Ἐπίχ. 32 Ahr.· ἀγρεύεται δὲ ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1008.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maquereau, poisson.
Étymologie: cf. lat. scomber.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
λόγια ονομασία του ψαριού σκουμπρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από το προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. scomber), ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται το υποκορ. σκουμπρί].

Greek Monotonic

σκόμβρος: ὁ, είδος θαλασσίου ψαριού που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον τόννο, σκουμπρί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σκόμβρος: ὁ скумбрия или макрель Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκόμβρος -ου, ὁ makreel.