στρατοπεδευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' лагерный (σχήματοι Polyb.). | |elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' лагерный (σχήματοι Polyb.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν<br />of an [[encampment]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.
German (Pape)
[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στρατόπεδο, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτοπεδευτικός: лагерный (σχήματοι Polyb.).
Middle Liddell
στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν
of an encampment, Polyb.