τεκνοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τεκνοῦς:''' οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.
|elrutext='''τεκνοῦς:''' οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τεκνοῦς]], οῦσσα, οῦν, ξοντρ. φορ [[τεκνόεις]], εσσα, εν<br />having borne children, Soph.
}}
}}

Revision as of 01:52, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοῦς Medium diacritics: τεκνοῦς Low diacritics: τεκνούς Capitals: ΤΕΚΝΟΥΣ
Transliteration A: teknoûs Transliteration B: teknous Transliteration C: teknoys Beta Code: teknou=s

English (LSJ)

οῦσσα, οῦν, contr. for τεκνόεις, εσσα, εν,

   A having children, ἄνανδρος ἢ τεκνοῦσσα (Brunck for τεκνοῦσα or τεκοῦσα) S.Tr.308 (v. παιδοῦς) ; οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f (τεκνούσας codd.Ath., ἀτέκνους codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.

German (Pape)

[Seite 1083] οῦσσα, οῦν, statt τεκνόεις, εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦσσα, οῦν :
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.

Greek Monolingual

-οῦσσα, -οῦν και τεκνόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. -οῦς (< -όεις με συναίρεση, βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

τεκνοῦς: -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τεκνόεις, -εσσα, -εν, που έχει γεννήσει παιδιά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.

Middle Liddell

τεκνοῦς, οῦσσα, οῦν, ξοντρ. φορ τεκνόεις, εσσα, εν
having borne children, Soph.