ὑποδειγματικός: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(4b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypodeigmatikos
|Transliteration C=ypodeigmatikos
|Beta Code=u(podeigmatiko/s
|Beta Code=u(podeigmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">by way of example</b>, διδασκαλία <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>4.23</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">1.154</span>, <span class="bibl">4.3</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[by way of example]], διδασκαλία <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>4.23</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">1.154</span>, <span class="bibl">4.3</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδειγμᾰτικός Medium diacritics: ὑποδειγματικός Low diacritics: υποδειγματικός Capitals: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypodeigmatikós Transliteration B: hypodeigmatikos Transliteration C: ypodeigmatikos Beta Code: u(podeigmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A by way of example, διδασκαλία S.E.M.4.23. Adv. -κῶς ib.1.154, 4.3.

German (Pape)

[Seite 1214] beispielsweise; διδασκαλία S. Emp. adv. arithm. 23, u. oft adv., z. B. ποιεῖσθαι τὴν ὑφήγησιν adv. eth. 47; ὑποδειγματικώτερον 68.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδειγμᾰτικός: -ή, -όν, παραδειγματικός, διὰ παραδειγμάτων, ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 23. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 1. 154., 4. 3· τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα, τὰ ἐν εἴδει ὑποδείγματος τεθέντα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 383C.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑποδειγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -ατος)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια»)
2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α. «υποδειγματική συμπεριφορά» β. «υποδειγματική παράσταση»)
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
υποδειγματικώς / ὑποδειγματικῶς ΝΜΑ, και υποδειγματικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)
μσν.-αρχ.
με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.).

Russian (Dvoretsky)

ὑποδειγμᾰτικός: пользующийся примерами, наглядный (διδασκαλία Sext.).