ὑπνοφόβης: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπνοφόβης:''' ου adj. m пугающий во сне (эпитет Диониса) Anth.
|elrutext='''ὑπνοφόβης:''' ου adj. m пугающий во сне (эпитет Диониса) Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπνο-φόβης, ου, ὁ, [[φοβέω]]<br />scaring in [[sleep]], Anth.
}}
}}

Revision as of 02:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνοφόβης Medium diacritics: ὑπνοφόβης Low diacritics: υπνοφόβης Capitals: ΥΠΝΟΦΟΒΗΣ
Transliteration A: hypnophóbēs Transliteration B: hypnophobēs Transliteration C: ypnofovis Beta Code: u(pnofo/bhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A driving away sleep, of Dionysus, AP9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1207] ὁ, im Schlafe od. Traume schreckend, Bacchus, Hymn. (IX, 524, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνοφόβης: -ου, ὁ φοβῶν, πτοῶν τινα καθ’ ὕπνους, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, 21.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui trouble par des songes effrayants (Bacchus).
Étymologie: ὕπνος, φοβέω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω του τ. φόβη, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδρο-φόβᾱς].

Greek Monotonic

ὑπνοφόβης: -ου, ὁ (φοβέω), αυτός που τρομάζει, φοβίζει κάποιον κατά την διάρκεια ύπνου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνοφόβης: ου adj. m пугающий во сне (эпитет Диониса) Anth.

Middle Liddell

ὑπνο-φόβης, ου, ὁ, φοβέω
scaring in sleep, Anth.