ὑψηλόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑψηλόκρημνος:''' обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).
|elrutext='''ὑψηλόκρημνος:''' обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑψηλό-κρημνος, ον,<br />with [[lofty]] cliffs, Aesch.
}}
}}

Revision as of 02:19, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόκρημνος Medium diacritics: ὑψηλόκρημνος Low diacritics: υψηλόκρημνος Capitals: ΥΨΗΛΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlókrēmnos Transliteration B: hypsēlokrēmnos Transliteration C: ypsilokrimnos Beta Code: u(yhlo/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].

Greek Monotonic

ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηλόκρημνος: обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).

Middle Liddell

ὑψηλό-κρημνος, ον,
with lofty cliffs, Aesch.