διαπολέμησις: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
(nl)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.
|elnltext=διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαπολέμησις]], εως <i>n</i> [from [[διαπολεμέω]]<br />a [[finishing]] of the war, Thuc.
}}
}}

Revision as of 13:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπολέμησις Medium diacritics: διαπολέμησις Low diacritics: διαπολέμησις Capitals: ΔΙΑΠΟΛΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: diapolémēsis Transliteration B: diapolemēsis Transliteration C: diapolemisis Beta Code: diapole/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A finishing of a war, Id.7.42.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Beenden des Krieges, Thuc. 7, 42.

Greek (Liddell-Scott)

διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωσις, τέλος τοῦ πολέμου, Θουκ. 7. 42.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
achèvement d’une guerre.
Étymologie: διαπολεμέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
conclusión de la lucha ξυντομωτάτη ... δ. la forma más breve de ganar la guerra Th.7.42, cf. Poll.9.142.

Greek Monotonic

διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωμα, ολοκλήρωση του πολέμου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαπολέμησις: εως ἡ окончание войны Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.

Middle Liddell

διαπολέμησις, εως n [from διαπολεμέω
a finishing of the war, Thuc.