διαπολέμησις: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
(nl) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog. | |elnltext=διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διαπολέμησις]], εως <i>n</i> [from [[διαπολεμέω]]<br />a [[finishing]] of the war, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A finishing of a war, Id.7.42.
German (Pape)
[Seite 596] ἡ, das Beenden des Krieges, Thuc. 7, 42.
Greek (Liddell-Scott)
διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωσις, τέλος τοῦ πολέμου, Θουκ. 7. 42.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
achèvement d’une guerre.
Étymologie: διαπολεμέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
conclusión de la lucha ξυντομωτάτη ... δ. la forma más breve de ganar la guerra Th.7.42, cf. Poll.9.142.
Greek Monotonic
διαπολέμησις: -εως, ἡ, τελείωμα, ολοκλήρωση του πολέμου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διαπολέμησις: εως ἡ окончание войны Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπολέμησις -εως, ἡ [διαπολεμέω] beëindiging van de oorlog.
Middle Liddell
διαπολέμησις, εως n [from διαπολεμέω
a finishing of the war, Thuc.