διαταμιεύω: Difference between revisions
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
(nl) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διατᾰμιεύω:''' <b class="num">1)</b> распоряжаться, заведовать (πάντα χρήματα παρέδομεν ταῖς γυναιξὶ διαταμιεύειν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> med. хранить в запасе (τι Plat.). | |elrutext='''διατᾰμιεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> распоряжаться, заведовать (πάντα χρήματα παρέδομεν ταῖς γυναιξὶ διαταμιεύειν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> med. хранить в запасе (τι Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δια-ταμιεύω, ook med., beheren. | |elnltext=δια-ταμιεύω, ook med., beheren. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 6 January 2019
English (LSJ)
A manage, dispense, Pl.Lg.805e:—Med., store, husband, Id.Criti.111d.
German (Pape)
[Seite 605] verwalten, χρήματα Plat. Legg. VII, 805 e. – Auch med., Plat. Critia. 111 d.
Greek (Liddell-Scott)
διαταμιεύω: φυλάττω ἐν ταμείῳ, οἰκονομῶ, Πλάτ. Νόμ. 805Ε· καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. Κριτί. 111D.
Spanish (DGE)
1 administrar παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν διαταμιεύειν τε καὶ κερκίδων ἄρχειν Pl.Lg.805e, en v.med. mismo sent. πράττω διαταμιευόμενος καὶ κελεύων φείδεσθαι τοὺς οἰκέτας Lib.Ep.50.
2 sólo en v. med. almacenar (τὸ ὕδωρ) dicho de la tierra, Pl.Criti.111d.
Greek Monolingual
διαταμιεύω (Α)
1. φυλάγω στο ταμείο και διαχειρίζομαι
2. (-ομαι) αποταμιεύω.
Russian (Dvoretsky)
διατᾰμιεύω:
1) распоряжаться, заведовать (πάντα χρήματα παρέδομεν ταῖς γυναιξὶ διαταμιεύειν Plat.);
2) med. хранить в запасе (τι Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-ταμιεύω, ook med., beheren.